τριβωνοφόρος

τριβωνοφόρος
-ον, Α
αυτός που φορεί τρίβωνα, ρακένδυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβων, -ωνος «είδος ενδύματος» + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριβωνοφόρος — wearing a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβωνοφόρον — τριβωνοφόρος wearing a masc/fem acc sg τριβωνοφόρος wearing a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβωνοφόροι — τριβωνοφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβωνοφορώ — έω, Α [τριβωνοφόρος] φορώ τρίβωνα, είμαι ρακένδυτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”